- κάπελας
- οοινοπώλης, ιδιοκτήτης οινοπωλείου: Πάρε ένα κιλό κρασί από τον κάπελα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπελάς — ο θηλ. καπελού αυτός που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή πουλά καπέλα: Είναι καπελάς σ ένα κατάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάπελας — ο ο ταβερνιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού αρχ. κάπηλος κατά τα πολλά αρσ. ουσ. σε ας (χειμών ας, πατέρ ας, ταμί ας). Η τροπή τού i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης τού ακολουθούντος υγρού (πρβλ. θηλιά > Θελιά, μηλίγγι > μελίγγι… … Dictionary of Greek
καπελάς — ο [καπέλο] κατασκευαστής ή επιδιορθωτής ή πωλητής καπέλων … Dictionary of Greek
-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… … Dictionary of Greek
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος … Dictionary of Greek
ταβερνάριος — ὁ, Α ταβερνιάρης, κάπελας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabernarius «κάπηλος»] … Dictionary of Greek
ταβερνιάρης — ο, θηλ. ταβερνιάρισσα, Ν ιδιοκτήτης ταβέρνας, κάπελας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταβέρνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] … Dictionary of Greek
πιλοποιός — ο ο κατασκευαστής καπέλων, ο καπελάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταβερνιάρης — ο θηλ. ισσα, η (λ. λατ.), ο ιδιοκτήτης ταβέρνας, ο κρασοπώλης, ο κάπελας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)